- θερμομετρώ
- θερμομετρώ, θερμομέτρησα βλ. πίν. 73——————Σημειώσεις:θερμομετρώ : στον απλό προφορικό λόγο απαντάται στον ενεστώτα και η κλίση κατά το αγαπάω (βλ. πίν. 58
).
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
θερμομετρώ — [θερμόμετρο] 1. μετρώ με το θερμόμετρο τη θερμοκρασία 2. σφυγμομετρώ, προσπαθώ να διαγνώσω τις διαθέσεις ή τις αντιδράσεις κάποιου … Dictionary of Greek
θερμομετρώ — θερμομέτρησα, θερμομετρήθηκα, θερμομετρημένος, μετρώ τη θερμοκρασία κάποιου: Δε θερμομέτρησαν ακόμη τον ασθενή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αθερμομέτρητος — η, ο [θερμομετρώ] αυτός που δεν θερμομετρήθηκε … Dictionary of Greek
θερμομέτρημα — το [θερμομετρώ] η θερμομέτρηση … Dictionary of Greek
θερμομέτρηση — η 1. η μέτρηση τής θερμοκρασίας ανθρώπου ή ζώου με θερμόμετρο 2. η εκτίμηση τών διαθέσεων κάποιου με προσοχή («θερμομέτρηση τής κοινής γνώμης»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θερμομετρώ. Η λ. στον λόγιο τ. θερμομέτρησις απαντά από το 1894 στον Αν. Δαμβέργη στην… … Dictionary of Greek